- μακροπώγων
- μακροπώγωνlong-beardedmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακροπώγων — ο (Α μακροπώγων, ωνος) αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) *… … Dictionary of Greek
μακροπώγωνες — μακροπώγων long bearded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek